- φιοραβάντι
- το, Νάκλ. (κυρίως σε φρ.) «οινοπνευματώδες παρασκεύασμα φιοραβάντι»(παλαιότερα) οινοπνευματώδες παρασκεύασμα από μίγμα ρητίνης, δαφνοκερασιού, στύρακος και αλόης, που χρησιμοποιήθηκε για εντριβές στην αγωγή τών ρευματισμών και τών νεφρικών κωλικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Λεονάρντο Φιοραβάντι, Ιταλού γιατρού και αλχημιστή ο οποίος επινόησε το φερώνυμο βάλσαμο].
Dictionary of Greek. 2013.